ἤρυγγος

ἤρυγγος
ἤρυγγ-ος, ,
A eryngo, Eryngium creticum, Id.Th. 645,849: more freq. as [var] Dim., [full] ἠρύγγιον, τό, E. campestre, Thphr. HP6.1.3, Plu.2.700d,776f (both forms in Dsc.3.21, ἠρύγγιον also = ἀλόη, Ps.-Dsc.3.22):—also [full] ἠρύγγη, , Plin.HN22.18, Phot.; = πόλιον, Hp. ap. Erot. (perh. to be read in Ulc.11); [full] ἠρυγγίτης [ῑ], ου, , Plu.2.558e, Suid.
II [full] ἤρυγγος, , goat's beard, Arist.HA610b29 (s.v.l.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἤρυγγος — eryngo fem nom sg ἤρυγγος eryngo masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ήρυγγος — (I) ἤρυγγος και ἠρύγγη, ή (Α) φυτό με αγκαθωτά φύλλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ήρυ γγος, κατά τα είλιγγος, πίσυγγος εικάζεται ότι είναι παράγωγο από έαρ, ήρος, οπότε η αρχ. σημασία του θα ήταν «λουλούδι τής ανοίξεως». Η σημασία «το γένι της κατσίκας» είναι… …   Dictionary of Greek

  • ἠρύγγοιο — ἤρυγγος eryngo fem gen sg (epic) ἤρυγγος eryngo masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἠρύγγου — ἤρυγγος eryngo fem gen sg ἤρυγγος eryngo masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ηρυγγίτης — ἠρυγγίτης, ό (Α) [ήρυγγος] η ήρυγγος* …   Dictionary of Greek

  • ηρύγγιον — ἠρύγγιον, το (Α) [ήρυγγος] η ήρυγγος* …   Dictionary of Greek

  • ηρυγγίς — ἠρυγγίς, ίδος, ή (Α) [ήρυγγος] αυτός που ανήκει στην ήρυγγο* («ἠρυγγίδες ρίζαι», Νίκ.) …   Dictionary of Greek

  • κάρυο — το (AM κάρυον) 1. το καρύδι, ο καρπός τής καρυδιάς 2. γενική ονομασία μονόσπερμων καρπών τών οποίων το ξυλώδες περικάρπιο δεν συμφύεται με το σπέρμα («πάντα τὰ ἀκρόδρυα κάρυα λέγουσιν», Αθήν.) νεοελλ. 1. ναυτ. το καρύλιο*, ο περιστρεφόμενος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”